ξεβράκωμα

ξεβράκωμα
το
1. αφαίρεση τού βρακιού, τής περισκελίδας
2. αποκάλυψη κακής πράξης, ξεσκέπασμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεβράκωμα — το, ατος 1. η αφαίρεση, το βγάλσιμο του βρακιού. 2. μτφ., αποκάλυψη, ρεζίλεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”